- μετοχικῶς
- μετοχικόςrelating to a partnershipadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετοχικός — ή, ό (ΑΜ μετοχικός, ή, όν) [μετοχή] 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή, ή αυτός που μπορεί να μετέχει 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή νεοελλ. 1. αυτός που εκφέρεται με μετοχή («μετοχικός… … Dictionary of Greek
ԸՆԴՈՒՆԱԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0773 Chronological Sequence: Unknown date մ. μετοχικῶς participaliter Ընդունելով. մասնակից լինելով. *Առ նմա կալմամբ զմիութիւնն շահեալք ընդունակապէս եւ հաղորդաբար, որպէս մինչ թէ երկաթ հպելով ʼի հուր՝ ջեռուցաւ առ ʼի նմանէ. Կիւրղ. գանձ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)